νεκροφοβία

νεκροφοβία
η мед. некрофобия

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "νεκροφοβία" в других словарях:

  • νεκροφοβία — η ιατρ. φόβος, συνήθως παθολογικός, για τους νεκρούς, ο οποίος διακρίνεται από τη θανατοφοβία, η οποία είναι παθολογικός φόβος για τον θάνατο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. necrophobia < necro (< νεκρός) + phobia (< φοβία <… …   Dictionary of Greek

  • νεκροφοβία — η ο υπερβολικός φόβος του νεκρού ή του θανάτου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νεκροφοβικός — ή, ό [νεκροφοβία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νεκροφοβία …   Dictionary of Greek

  • -φοβία — ΝΑ β συνθετικό πολλών αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που είτε σχηματίστηκαν από επίθετα σε φόβος (< φόβος, πρβλ. ανθρωποφοβία, αφοβία, κενοφοβία, ξενοφοβία, σκιοφοβία, υδροφοβία, φωτοφοβία, ψυχροφοβία) είτε απευθείας από το αφηρημένο ουσιαστικό… …   Dictionary of Greek

  • νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»